-
1 μετα-καλέω
μετα-καλέω (s. καλέω), ab-, anderswohin rufen, ὁπόϑεν δεῦρο μετεκλήϑην, Plat. Ax. g. E.; zurückrufen, Thuc. 8, 11 u. A.; τινὰ ἀπό τινος, ihn abwendig machen von Einem, Pol. 14, 1, 3; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως, D. Sic. 16, 10, abbringen davon.
-
2 μετακαλεω
тж. med.1) призывать, вызывать(ὅ ἰατρὸς μετακληθείς Luc.; ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες, ὁπόθεν δεῦρο μετεκλήθην Plat.)
2) отзывать обратно, возвращать(τὰς ναῦς προανηγμένας Thuc.; τινὰ ἀπό τινος Polyb.; τινὰ ἀπὸ τῆς ἀποστάσεως Diod.)